ιόντων, μεταφορά

ιόντων, μεταφορά
Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος των ζωικών οργανισμών ή του ξυλώματος των φυτικών οργανισμών. Το πιο γνωστό σύστημα για την ενεργή μ.ι. είναι η αντλία νατρίου/καλίου, η οποία εντοπίζεται στην πλασματική μεμβράνη πρακτικά όλων των κυττάρων. Υψηλές συγκεντρώσεις αυτής της αντλίας συναντώνται ιδιαίτερα σε μεμβράνες όπως είναι το δέρμα του βατράχου, τα νεφρικά σωληνάρια των σπονδυλοζώων ή οι αλατικοί αδένες ορισμένων θαλάσσιων οργανισμών, οι οποίοι μεταφέρουν ενεργά ιόντα νατρίου (Na+). Στην πραγματικότητα, η αντλία νατρίου/καλίου είναι μια μορφή ενζύμου που συνθέτει τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP), εξασφαλίζοντας έτσι την ενέργεια που απαιτείται για την απομάκρυνση ιόντων νατρίου από τα κύτταρα έναντι της πρόσληψης ιόντων καλίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιόντα — Ηλεκτρικά φορτισμένα σωματίδια τα οποία αποτελούνται από ένα άτομο (π.χ. Η, Ag, Cl), μία ομάδα (π.χ. ΟΗ, SO4) ή ένα μόριο (π.χ. Ο2) που είτε έχασε ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια και έγινε έτσι θετικά φορτισμένο ι. (κατιόν) είτε προσέλαβε ένα ή… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • Λεν, Ζαν Μαρί — (Jean Marie Lehn, Αλσατία 1939 –). Γάλλος χημικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και το 1963 ονομάστηκε διδάκτορας, έχοντας ήδη εργαστεί στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) της Γαλλίας. Με τις… …   Dictionary of Greek

  • μετατόπιση — Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται… …   Dictionary of Greek

  • σεκρετίνη — η, Ν βιολ. πολυπεπτιδική πεπτική ορμόνη που εκκρίνεται από τα τοιχώματα τού δωδεκαδακτυλικού βλεννογόνου, όταν αυτός έρχεται σε επαφή με όξινο γαστρικό υγρό, και η οποία προωθεί την έκκριση χολής στο ήπαρ και προκαλεί την απελευθέρωση υγρού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”